- ρινοφαρυγγίτιδα
- ηταυτόχρονη φλεγμονή της μύτης και του φάρυγγα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρινοφαρυγγίτιδα — η, Ν ιατρ. φλεγμονή τής ρινικής κοιλότητας και τού φάρυγγα συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinopharyngitis (< ῥίς, ῥινός + φαρυγγῖτις / ίτιδα)] … Dictionary of Greek
ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας … Dictionary of Greek